Η πρωτοφανής επίθεση στο υπέροχο ελληνικό τοπίο και στο ανεκτίμητο φυσικό κεφάλαιο της χώρας από μέρους των αδίστακτων «εμπόρων του ανέμου» - με κάθε κόστος, σε αγαστή συνεργασία με μία κυβέρνηση κυνικών μεταπρατών και σε ένα πλαίσιο εσκεμμένης απουσίας κάθε ιδέας εθνικού, περιφερειακών και, αν θέλουμε, και δημοτικών σχεδίων ενεργειακής πολιτικής - δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Την ίδια και ίσως αγριότερη επίθεση έχουν δεχθεί τις τελευταίες δεκαετίες η φυσική και πολιτισμική κληρονομιά και άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης με πρώτη την γειτονική Ιταλία. Η μοναδική διαφορά είναι ότι εκεί η κοινωνία των πολιτών πέρασε άμεσα στην αντίσταση. Συσπειρώθηκε τάχιστα σε Πρωτοβουλίες, Ενώσεις και Φόρουμ, για να γεμίσει με προσφυγές τα διοικητικά δικαστήρια της χώρας με την στήριξη πολιτικών και επαγγελματικών φορέων, Επιμελητηρίων, Τομεακών Ενώσεων και μεγάλων ΜΚΟ και να επιβραδύνει αισθητά το φαινόμενο.
------------------------------------------------------
Το φαινόμενο του «Άγριου Αιολικού» δημιουργήθηκε χάριν του καθορισμού και του προγραμματισμού υπέρογκων κινήτρων πριν από την οποιαδήποτε προσπάθεια πληροφόρησης, διαβούλευσης, αντιπαράθεσης, διευθέτησης αυστηρών κανόνων και αυστηρών «ad hoc» χωροταξικών πλαισίων. Και αυτό, λόγω της συστηματικής παρεμπόδισης των παραπάνω από τα αιολικά λόμπι που επένδυσαν μέρος των τεράστιων κερδών που απέρρεαν από τα κίνητρα για την δέσμευση του πολιτικού συστήματος, μεταλλάσσοντας ένα από τα βασικά εργαλεία παραγωγής καθαρής ενέργειας σε εργαλείο μιας κολοσσιαίας κερδοσκοπικής επιχείρησης, ίσως τη μεγαλύτερη από την δεκαετία του ’60 μετά από εκείνη της άγριας οικοδόμησης. Σημαντική στήριξη στην διεύρυνση του φαινόμενου προσέφερε και ένα «χαλαρό» θεσμικό πλαίσιο, που θεσπίστηκε πολύ αργά – μόλις το 2010 – το οποίο επέτρεψε ευρύτατες παρεκκλίσεις όπως ο χαρακτηρισμός ιδιωτικών επενδύσεων ως «δημοσίου συμφέροντος» με αποτέλεσμα να υιοθετούνται οι τυπικές διαδικασίες απαλλοτρίωσης που το χαρακτηρίζουν και να υποθηκεύονται οι χωροταξικές και πολεοδομικές υποδείξεις και απαγορεύσεις, ακόμη και στις περιπτώσεις προστατευόμενων περιοχών.
Παρά
ταύτα, παρά την καταστροφή ευρείας κλίμακας που επέφερε και επιφέρει το «Άγριο Αιολικό», τα αιολικά λόμπι συνεχίζουν στον δρόμο της
αίτησης και της κάρπωσης νέων κινήτρων και νέων επιδοτήσεων που μεταφράζονται
σε νέες καταστροφές μέσω εκατοντάδων και, ίσως, χιλιάδων αιολικών μεγα-μηχανών.
Πρόκειται για μία ουσιαστικά ανεξέλεγκτη διαδικασία, με πρωταγωνιστές την
ελεύθερη πρωτοβουλία «αρπακτικών» που για μια 15ετία γέμιζαν με κάθε είδους
πρόταση τα εντελώς απροετοίμαστα αρμόδια γραφεία τα οποία αναγκάζονταν να εγκρίνουν
κάτω από την απειλή προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια σε περίπτωση απόρριψης.
Και σαν να μην έφθανε όλο αυτό, επινόησαν γρήγορα και το «μίνι-αιολικό» – που «μίνι» δεν είναι - για να μπορούν να υλοποιούν τα
ίδια πάρκα ανεμογεννητριών - μερικών εκατοντάδων KW και
ύψους έως 100 μέτρων - με απλή δήλωση
έναρξης δραστηριότητας.
Το
πρώτο θύμα της αιολικής φρενίτιδας
στις περιοχές του Νότου στάθηκε η
διαφάνεια των διαδικασιών με ότι συνεπάγεται από την σκοπιά της αξιολόγησης
πανάκριβων σχεδίων, δίχως ενσωμάτωση του κόστους εταιρικού ρίσκου, που μας
κοστίζουν αρκετά εκατομμύρια τον χρόνο. Σε όλο τον Νότο και στα νησιά δημιουργήθηκαν αίφνης εκατοντάδες ΕΠΕ, συχνά με έδρες σε τόπους που
επιτρέπουν την μη ορατότητα εταιρικών διασυνδέσεων. Απουσία συγκεκριμένων
κανονιστικών πλαισίων, εισχώρησαν εύκολα στο αιολικό «μπίζνες» ακόμα και οι
μαφίες, σε χώρους που για άλλες επενδύσεις ήσσονος σημασίας εφαρμόζονται αυστηρότατοι
έλεγχοι. Τα αποτελέσματα είναι αυτά που η LIPU
και άλλες νομικές οντότητες, ευαίσθητες για τις τύχες του χώρου, καταγγέλλουν
από πολύ καιρό : βεβηλωμένα αγροτικά
και βοσκητικά οικοσυστήματα τα οποία
έχουν μεταβληθεί σε ατσάλινες «φυτείες»
στο πλαίσιο ενός δραματικά θρυμματισμένου και υποβαθμισμένου χώρου χάριν και
στη κατασκευή των έργων υποδομής - δρόμοι, μέγα-δίκτυα μεταφοράς της ηλεκτρικής
ενέργειας, ηλεκτρικοί σταθμοί και υποσταθμοί κ.α.
Η βιοποικιλότητα δέχτηκε το
βαρύτερο πλήγμα της ιστορίας της στους σημαντικότερους
χώρους διάχυσης της: ολάκεροι πληθυσμοί ψαλιδιάρη εξαφανίστηκαν ενώ αιολικά πάρκα, ξεδιάντροπα υλοποιημένα
κοντά σε σημαντικούς τόπους φωλιάσματος μαύρου
πελαργού, χρυσαετού, χρυσογέρακου και άλλων σπάνιων ειδών,
προκάλεσαν ανεπανόρθωτη ζημιά στους αντίστοιχους πληθυσμούς, όπως αι στους
τοπικούς πληθυσμούς των αποδημητικών,
των νυχτερίδων και των τυπικών ειδών
του αγροτικού χώρου. Χάριν στο «Άγριο
Αιολικό», για παράδειγμα, εξαφανίστηκε στην Ακουιλόνια ο ποιό σημαντικός τόπος διαχείμασης ψαλιδιάρη, που καταμετρούσε μια 100άδα πουλιών, ενώ συμβαίνει το
ίδιο και στην Ιρπίνια και στην Μπαζιλικάτα.
Αρχαιολογικοί και ιστορικοί
τόποι και τα μικρά οικιστικά σύνολα αξίας, με τα αγροτικά τους τοπία, «πολιορκούνται»
και βεβηλώνονται, χάνοντας την πολύτιμη χωρική τους
ταυτότητα στο πεδίο της αντικατάστασης της με εκείνη ενός άθλιου βιομηχανικού τοπίου. Το διάσημο ιταλικό τοπίο και ιδιαίτερα εκείνου του
κέντρου και του νότου της χώρας - κοινό αγαθό ανεκτίμητης αξίας που κανείς δεν
θα μπορούσε να αγοράσει ή να αντιγράψει - καταστρέφεται με τη μετατροπή του σε πεδίο
κερδοσκοπισμού προς όφελος των συνήθων υπόπτων. Ποτάμια χρήματος ευνόησαν σε
μεγάλο βαθμό ξένους «επενδυτές» εις βάρος της πραγματικής «πράσινης οικονομίας» που προάγεται από τον διάχυτο χωρικό μικροκαπιταλισμό της οικονομίας της τοπικότητας, των χειροτεχνών και των αγροτών, ήδη σε κατάρρευση.
Σε
κοινωνικό επίπεδο, οι εύθραυστες «δημοκρατίες» των διάχυτων αγροτικών κέντρων υποτάχθηκαν και
εξανεμίστηκαν στο πεδίο της παροχωλογίας ανταποδοτικών οφελών που μεταφράστηκαν
πρώτα σε ψίχουλα και στην συνέχεια σε ένα απόλυτο τίποτα χάριν της τροποποίησης
της σχετικής νομοθεσίας.
Τέλος,
η ενεργειακή ανάλυση είναι ανελέητη:
παρά την διάχυση των αιολικών, παντού
και οπουδήποτε με εξαιρετικά υψηλά κόστη, η συνεισφορά τους δεν φθάνει ούτε το 5% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια. Εάν δε θεωρήσουμε τη συνολική εθνική ανάγκη σε
ηλεκτρική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της θέρμανσης κ.λ.π., η
συνεισφορά των αιολικών πέφτει σε ένα φτωχό 1,4%. Και αυτό, παρά την ευνοϊκή συγκυρία μείωσης της ενεργειακής ζήτησης και, κατά συνέπεια,
της αύξησης των δυνατοτήτων διείσδυσης της ενέργειας των ανανεώσιμων πηγών στο
συνολικό μίγμα. Αξίζει ο κόπος, με
λίγα λόγια, να επιχειρηθεί ένας προληπτικός προβληματισμός πριν εκκινήσει η
καταστροφή των πιο ευαίσθητων περιοχών της χώρας; Για ποιο λόγο συνεχίζεται η
σιωπηρή τροφοδότηση και ενίσχυση αυτής της κολοσσιαίας επιχείρησης κερδοσκοπίας σίγουροι ότι θα
καταστραφεί ότι το πιο πολύτιμο μας απομένει;
Οφείλουμε
να συνειδητοποιήσουμε ότι οι σύγχρονες ανανεώσιμες
έχουν χοντρά όρια στο πεδίο της παραγωγικής
ικανότητας, της ποιότητας προϊόντος,
της συνέχειας και του προγραμματισμού παραγωγής. Η αγνόηση
τους σημαίνει κατασπατάληση πολύτιμων πόρων στην προσπάθεια να επιτευχθεί το
οτιδήποτε που, στο τέλος, αποδεικνύεται ελάχιστα αποτελεσματικό στο πλαίσιο του
αγώνα κατά των εκπομπών θερμοκηπίου.
Αρκεί
να κοιτάξουμε για μια στιγμή την περίφημη Γερμανία,
χώρα συγκρίσιμη με την Ιταλία από
την σκοπιά της έκτασης και του πληθυσμού, αλλά με σαφώς λιγότερα τα σημάδια της
κρίσης και στην ενεργειακή ζήτηση
και, κατά συνέπεια, με σαφώς λιγότερες επιπτώσεις στο πεδίο της διείσδυσης των
ανανεώσιμων στο ενεργειακό ισοζύγιο.
Αφού κόρεσε τον χώρο της με περισσότερες από 23.000 μέγα-γεννήτριες περισσότερων από 31.000 MW, παντού και οπουδήποτε, η
«ανεμοδαρμένη» Γερμανία πέτυχε να
συμβάλλει με το αιολικό σε ένα πενιχρό 7,7%
της ηλεκτρικής ενέργειας ή στο 1,4% των
συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας – ηλεκτρική ενέργεια, μεταφορές,
θέρμανση – βασίζοντας κατά το 90%
την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών της στα ορυκτά καύσιμα και στην πυρηνική
ενέργεια.
Δεδομένου
ότι οι σύγχρονες ανανεώσιμες
χαρακτηρίζονται από χαμηλή πυκνότητα
παραγωγής και τεχνολογική ανωριμότητα
οφείλουμε να στοχεύσουμε, πρώτα απ’όλα, στην υιοθέτηση των παρακάτω αρχών:
- Στην
καταρχήν επιλογή εκείνων των τύπων
ανανεώσιμων πηγών που προσφέρονται για την εκμετάλλευση υποβαθμισμένων ή και αστικοποιημένων χώρων και περιοχών.
- Στην
αξιοποίηση παραμελημένων τομέων της ενεργειακής
βιομηχανίας, όπως εκείνος των αντλιών
θερμότητας, στους οποίους η χώρα διαθέτει τεχνολογίες αιχμής, υψηλής
προστιθέμενης αξίας τόσο για την οικονομία της χώρας όσο και το κοινωνικό
συμφέρον.
- Στην
αξιοποίηση της πολυτομεακής έρευνας βάσει όχι μόνο ενεργειακών αλλά και κοινωνικών,
περιβαλλοντικών και χωροταξικών παραδοχών.
Όσο
αφορά το πρώτο σημείο οφείλουμε να σημειώσουμε ότι την δεκαετία 1995-2005 αστικοποιήθηκαν περίπου 7.500.000 στρέμματα. Εάν τώρα σε αυτά
προστεθούν τα στρέμματα της αστικοποιημένης γης τις προηγούμενες δεκαετίας
προκύπτει μία τεράστια έκταση διαθέσιμη για ανανεώσιμες περισσότερων τύπων. Στην
Ιταλία έχουν εγκατασταθεί έως σήμερα
σχεδόν 18.000 MW
φωτοβολταικού,
σε συντριπτικό μέρος του σε εδάφη
αγρο-βοσκήσιμα. Δεδομένου ότι κάθε 1MW
φωτοβολταικού
απαιτεί 20 στρέμματα, η εθνική
επάρκεια των 250.000 MW
μέσω
φωτοβολταικών θα απαιτούσε 5.000.000
στρέμματα. Με λίγα λόγια θα αρκούσε μία έκταση ίση με εκείνη της περιφέρειας
του Μολίσε, ή η ανεύρεση του
κατάλληλου χώρου σε εκείνα τα 7.500.000
στρέμματα οικοδομής για να διασφαλιστεί η εθνική ενεργειακή επάρκεια δίχως τις
σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του «άγριου
αιολικού». Δεν υπάρχει πια περιβάλλον για καταστροφή.
* Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο Φόρουμ της Πρωτοβουλίας «Salviamo il Paesaggio, Difendiamo i Territori» - «Σώζουμε
το Τοπίο, Υπερασπιζόμαστε το Χώρο», κοινή προσπάθεια πολλών Ενώσεων, ΜΚΟ, Εταιρειών, Πρωτοβουλιών και πολιτών από όλη την Ιταλία με μοναδικό στόχο την
προστασία του τοπίου και του χώρου από την άγρια τσιμεντοποίηση. Συμμετέχουν περί τις 100, Εταιρείες,
Ενώσεις, ΜΚΟ και Πρωτοβουλίες εθνικής εμβέλειας, 4 πολιτικοί φορείς και περί
τις 800 Ενώσεις και Πρωτοβουλίες τοπικής εμβέλειας - http://www.salviamoilpaesaggio.it/blog/info_sul_forum/associazioni-aderenti-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου