Η έννοια της βιωσιμότητας ωρίμασε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, πρώτα σε επίπεδο επιστημονικού περιβάλλοντος και στην συνέχεια στο πλαίσιο των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Προηγήθηκε ο δημόσιος διάλογος γύρω από «τα όρια της ανάπτυξης» - που πρωτοδιατυπώθηκαν στο περίφημο δοκίμιο των Μίντοους - και στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον του 1972. Πρόκειται για πρωτοβουλίες που πυροδότησαν την αμφισβήτηση της απεριόριστης ανάπτυξης, δεδομένης της διαρκώς διευρυνόμενης μείωσης των φυσικών πόρων. Έως τότε, η διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων θεωρείτο απεριόριστη από μέρους μιας οικονομικής επιστήμης που τους απέδιδε μηδενική αξία. Από τότε, οι φυσικοί πόροι αναδείχθηκαν περιορισμένοι ή εξαντλημένοι και, ενίοτε, σπανιότητες.
Μέχρι
τότε, κυβερνήσεις και επιχειρήσεις ενεργούσαν με όρους απασχόλησης, ατομικού
εισοδήματος, ΑΕΠ και επενδύσεων, μη αναφερόμενοι στον ενεργητικό και στον
παθητικό «εθνικό λογαριασμό» με όρους φυσικού
περιβάλλοντος, πολιτισμικών πόρων και,
συνολικά, ποιότητα ζωής. Από τις
δεκαετίες του ’70 και του ’80, οι πολιτικές άρχισαν μεν να
λαμβάνουν υπόψη τις αξίες του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς αλλά μόνο ως «εξωτερικεύσεις»
ή «περιοριστικούς παράγοντες», δίχως καμία προσπάθεια ανάδειξης τους σε σκοπό.
Με απαρχή εκείνη την περίοδο, η έννοια των «ορίων της ανάπτυξης» εμβαθύνεται και ριζοσπαστικοποιείται και η «βιωσιμότητα» χάνει την «ανάπτυξη», πολιτικοποιείται,
ενσωματώνεται στο οικολογικό ζήτημα και
κερδίζει την ευημερία.
Στο
πλαίσιο της βιώσιμης ευημερίας η οικονομική αποτελεσματικότητα αποτελεί κάτι
το τελείως διαφορετικό από την παραγωγική
αποτελεσματικότητα των συμβατικών οικονομικών
προσεγγίσεων. Για την βιώσιμη ευημερία
οι κοινωνικές και οικολογικές θεωρήσεις αποτελούν εσωτερική παράμετρο του
οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητα αποτελεί συνώνυμο της μεγιστοποίησης της χρήσης ανανεώσιμων πόρων και της ελαχιστοποίησης
των μη ανανεώσιμων, παράλληλα με την
βέλτιστη δυνατή χρήση των ανθρώπινων πόρων. Εκτός από αποτελεσματική, η
οικονομία οφείλει να είναι και υγιής
έτσι ώστε να μπορεί να διαθέτει πόρους για την προστασία του φυσικού κεφαλαίου και της πολιτισμικής κληρονομιάς, για την
υποστήριξη της έρευνας στο πεδίο των
νέων τεχνολογιών και για τη διασφάλιση της κοινωνικής
ισοτιμίας και της ποιότητας ζωής.Βιώσιμη ευημερία και περιφερειακή αυτονομία
Τέσσερις είναι οι κλίμακες στις οποίες προβλέπεται η υλοποίηση των στόχων της βιώσιμης ευημερίας:
- η παγκόσμια,
- η ηπειρωτική,
- η κρατική και,
- η περιφερειακή.
Στην παγκόσμια κλίμακα προβλέπονται, για παράδειγμα, οι δράσεις εναντίον των εκπομπών θερμοκηπίου ενώ στην ηπειρωτική εκείνες που σχετίζονται με την διαχείριση των μεγάλων ποταμών κ.λ.π. Η διάκριση μεταξύ κρατικής και περιφερειακής κλίμακας προκύπτει μεν από την σημερινή οργάνωση του κόσμου σε εθνικά κράτη, αλλά αποτελεί «τεχνητή» διαφοροποίηση που αντιτίθεται στο πνεύμα της ίδιας της βιωσιμότητας. Υπάρχουν κράτη που συμπίπτουν με μία περιφέρεια, πόλεις-κράτη και κράτη που αγκαλιάζουν ολόκληρα τμήματα ηπείρων. Επί πλέον, τα κράτη υλοποιούν διάφορες μορφές αποκέντρωσης ή και ομοσπονδιοποίησης στο εσωτερικό τους, ανεξάρτητα από μέγεθος και βαθμό ομοιογένειας. Η ανάληψη της υλοποίησης των πολιτικών της βιώσιμης ευημερίας από μέρους των εθνικών κέντρων λήψης αποφάσεων τις περιορίζει κατά τρόπο αφύσικο σε χώρους που δεν έχουν την αναγκαία ομοιογένεια, ενώ σε περιφερειακό επίπεδο δεν υπάρχουν συχνά τα εργαλεία για την διαχείριση των ανθρώπινων και περιβαλλοντικών πόρων.
Θέτοντας στο επίκεντρο των πολιτικών της τα οικοσυστήματα και τις ανθρώπινες κοινότητες, η βιώσιμη ευημερία αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των εθνικών κρατών που ενεργοποιούνται σε επίπεδο ανομοιογενών οικοσυστημάτων και ανθρώπινων κοινοτήτων. Τόσο το Κράτος όσο και η Περιφέρεια υφίστανται τις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης. Το Κράτος γίνεται θεατής σε μία διαδικασία προοδευτικής και μη αναστρέψιμης απώλειας των προνομίων του, ενώ στο πεδίο της Περιφέρειας η ομογενοποίησα της κατανάλωσης, των συμπεριφορών και των πολιτισμικών δεδομένων, ενεργοποιεί αυτόματα την αντίδραση ανάκτησης της ταυτότητας για την δημιουργία μίας νέας συνοχής και μιας νέας ενεργής σχέσης με το περιβάλλον. Η συνειδητοποίηση της ταυτότητας αποτελεί προϋπόθεση για την δέσμευση της περιφερειακής κοινότητας στην κατεύθυνση του καθορισμού των στόχων της βιώσιμης ευημερίας και της διαχείρισης των φυσικών και πολιτισμικών της πόρων.
Bιωσιμότητα και κρατισμός
Το νόημα των παραπάνω βασίζεται στο γεγονός ότι, αντίθετα από το Κράτος, η Περιφέρεια αποτελεί, σε γενικές γραμμές, «φυσικό» οργανισμό.
- Η κουλτούρα της Περιφέρειας αποτελεί το προϊόν της σχέσης μεταξύ ανθρώπινης κοινότητας και οικοσυστήματος, το οποίο επιβιώνει ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις.
- Η βιώσιμη ευημερία προϋποθέτει την αποτελεσματική χρήση των βιοτικών και αβιοτικών πόρων του οικοσυστήματος, πράγμα το οποίο είναι καθόλα δυνατό μόνο όταν τα κέντρα λήψης των αποφάσεων ταυτίζονται με τα οικοσυστήματα.
Είναι λογικό ότι μία Περιφέρεια εξαρτημένη από περισσότερα κέντρα λήψης αποφάσεων – λόγω «τεχνητών» πολιτικών ή διοικητικών συνόρων – δεν είναι σε θέση να αναπτύξει τις κατάλληλες βιώσιμες πολιτικές διαχείρισης των πόρων. Παρόμοια, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη πολιτική διαχείρισης των πόρων στην περίπτωση που ένα κέντρο λήψης αποφάσεων διαχειρίζεται περισσότερες Περιφέρειες. Επί πλέον, η εθνική κλίμακα έχει και άλλες αρνητικές επιπτώσεις. Αποτελεί εμπόδιο στην διαπεριφερειακή συνεργασία των Περιφερειών που μοιράζονται τα αυτά οικοσυστήματα.
Η σημασία της περιφερειακής διάστασης των πολιτικών της βιώσιμης ευημερίας εμφαίνεται σαφώς εάν αναλογιστούμε τι θα συμβεί στην περίπτωση της μετάβασης από την παραγωγική προσέγγιση στην προσέγγιση της βιωσιμότητας. Βιομηχανία, αγροτική παραγωγή και τουρισμός δεν θα περιορίζονται στην μόνη μείωση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων αλλά θα πρέπει να συμβάλλουν ενεργά στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων περιβαλλόντων, στην προστασία της βιοποικιλότητας, στην ανάπτυξη περιθωριακών περιοχών, στην διαχείριση δασικών και υδατικών πόρων και στην προστασία και ανάδειξη των πολιτισμικών πόρων, σύμφωνα με κριτήρια και στόχους που θα είναι καθορισμένα, αμέσως μετά την πλήρη καταγραφή και γνώση των τοπικών κοινοτήτων, οικοσυστημάτων και πολιτισμικών δεδομένων.
Σε κάθε περίπτωση, μία αποτελεσματική δέσμη πολιτικών βιώσιμης ευημερίας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη γνώση των τοπικών κοινοτήτων, οικοσυστημάτων και πολιτισμικών δεδομένων και στον επακόλουθο καθορισμό των στόχων σύμφωνα με την πραγματικότητα του περιφερειακού χώρου. Θα πρέπει να εφοδιαστεί και με τα κατάλληλα εργαλεία ίδιας διαχείρισης των οικολογικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων του και να είναι σε θέση να μεγιστοποιήσει την ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων.
Η φύση της Περιφέρειας
Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της φύσης της Περιφέρειας δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη τη πραγματικότητα της ως σύστημα οικολογικών και ανθρώπινων δεδομένων και χαρακτήρων. Αναλύσεις αποκλειστικά και μόνο με όρους συμμετοχής και ενεργού συναίνεσης παραπέμπουν σε μη ρεαλιστικές, αφηρημένες, διαστάσεις κοινωνικής συνειδητοποίησης. Προς αποφυγή υιοθέτησης οπτικών διαφωτιστικού τύπου, η ανάλυση οφείλει να πραγματοποιηθεί στο πεδίο της συγκεκριμένης ανθρωπολογίας της Περιφέρειας.
Μία Περιφέρεια αποτελεί συνειδητό οργανισμό σε θέση να επεξεργαστεί στους στόχους του. Ένα σύνολο οικιστικών συνόλων, γεωγραφικών στοιχείων, πανίδας, χλωρίδας και αβιοτικών στοιχείων, δεν είναι σε θέση να ορίσει μία Περιφέρεια δίχως την απαραίτητη θεώρηση των συγκεκριμμένων ιστορικών και πολιτισμικών στοιχείων και δεδομένων. Η αντίληψη της περιφερειακής πραγματικότητας από μέρους των τοπικών της κοινοτήτων είναι τόσο πιο καθαρή όσο περισσότερο ο καθορισμός της Περιφέρειας εδράζεται σε μία κοινή καταγωγή, σε κοινές αξίες και κοινά πολιτισμικά δεδομένα. Φυσικά, το γεγονός ότι οι – τυχαίοι και μη τυχαίοι - κάτοικοι μιας Περιφέρειας αναγνωρίζουν ότι συγκατοικούν στον ίδιο χώρο δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Η έλλειψη μίας κοινής ιστορικής και πολιτισμικής πραγματικότητας απογυμνώνει την Περιφέρεια από εκείνους τους πόρους που συνιστούν την προϋπόθεση και τον σκοπό της βιώσιμης ευημερίας.
Όπως διαφαίνεται η αυτονομία και η βιώσιμη ευημερία συγκλίνουν στην αυτή αντίληψη της Περιφέρειας. Μπορούμε δε κάλλιστα να θεωρήσουμε ότι ο αυτονομία συνιστά στοιχείο προαγωγής της βιώσιμης ευημερίας από την στιγμή που κινητοποιεί την περιφερειακή κοινότητα να συνειδητοποιηθεί, να συνειδητοποιήσει το περιβάλλον της και την σχέση με τα οικοσυστήματα της και να αναλάβει προσωπικά την διαχείριση του χώρου της.
Οπτικές της Περιφέρειας
Αρχικά η έννοια της Περιφέρειας ταυτίστηκε με εκείνη μιας ομοιογενούς περιοχής ως προς ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά. Αργότερα απόκτησε πολιτισμικά χαρακτηριστικά ως περιοχή που χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια ορισμένων προεχόντων χαρακτηριστικών - γλωσσικών, εθνικών κ.λ.π.
Με απαρχή τη δεκαετία του ’60 η έννοια της Περιφέρειας μεταλλάχθηκε για να αποκτήσει αποκλειστικά λειτουργικά χαρακτηριστικά. Ως Περιφέρεια ορίστηκε ο χώρος που δομείται βάσει της ιεραρχίας και των χαρακτηριστικών των αστικών κέντρων από την σκοπιά του επιπέδου των υπηρεσιών που μπορούν να προσφέρουν. Πρόκειται για ορισμό που διαφαίνεται χρήσιμος στο πλαίσιο των στρατηγικών εκμετάλλευσης των πόρων του περιφερειακού χώρου, αλλά που δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα χαρακτηριστικά και τα όρια των οικοσυστημάτων, ούτε την πραγματικότητα των αγροτικών περιοχών, ούτε τα ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα. Αντίθετα, η έννοια που εκφράζει περισσότερο τις οπτικές της αυτονομίας και της βιωσιμότητας είναι εκείνη της βιο-περιφέρειας.
H οπτική του βιο-περιφερισμού ωρίμασε στο βορειοαμερικανικό περιβάλλον την δεκαετία του ’80. Ως προς τα άλλα οικολογικά «ρεύματα» έχει το προνόμιο της πρώτης ανάδειξης πολλών από τα θέματα της βιωσιμότητας. Η έννοια της βιο-περιφέρειας προσλαμβάνει διαστάσεις που ορίζονται από τον οικολογικό χώρο ο οποίος καθορίζει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της και τα χαρακτηριστικά των οικιστικών συνόλων. Πρόκειται για οπτική που δεν εμπεριέχει την ιστορική διάσταση της περιφερειακής κοινότητας και δεν μπορεί να μεταφερθεί μηχανικά στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η μεταφορά της όμως φαίνεται να έχει εξαιρετική σημασία στο πλαίσιο της προσέγγισης της οικολογίας με την αυτονομία.
Συμπερασματικά
Η βιώσιμη ευημερία αποτελεί θεμελιώδη αναφορά για την αυτονομία και αντιστρόφως. Η σύνθεση μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος, η οπτική της Περιφέρειας ως συνειδητού οργανισμού, η ιδιαίτερη προσοχή στην βιολογική και πολιτισμική ποικιλομορφία και η διαγενεακή αλληλεγγύη, συνιστούν την υπέρβαση των ιδεολογικών προσεγγίσεων που κυριάρχησαν στη δυτική σκέψη. Οικονομισμός και κρατισμός τέθηκαν σε αμφισβήτηση από την πιεστική ανάδυση του οικολογικού ζητήματος. Από αυτή την σκοπιά η αυτονομία, η οποία διεκδικεί την επανάκτηση των αποφασιστικών εξουσιών από μέρους των ριζωμένων στον χώρο κοινοτήτων, ενσαρκώνει μια σαφώς επίκαιρη οικολογική απαίτηση και αποτελεί προυπόθεση στην κατεύθυνση της Οικολογικής Μετάβασης. Καθαρά πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου