Η
τριπλή οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση που μαστίζει τις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες
είναι στην ουσία κρίση αντιπροσώπευσης,
κρίση πολιτικής και πολιτικού προσωπικού, κρίση φιλοδοξίας
και αξιοπιστίας. Από αυτή την οπτική γωνία, η περιβαλλοντική κρίση και ειδικότερα η μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις
της, υποδεικνύουν το μόνο μοντέλο αντιμετώπισης της κρίσης ως δίπολο :
-
μιας δίκαιης μεταστροφής της παγκόσμιας οικονομίας και,
-
της διεθνούς, πολυμερούς, συνεργασίας μέσω
κοινών κανόνων.
Η
πολιτική οφείλει να ανακτήσει το πνεύμα της ιστορικής 21ης Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης για το Κλίμα του Παρισιού, από την σκοπιά της τεράστιας
επιτυχίας της σύγχρονης πολυμερούς διπλωματίας και να το θέσει ως βάση ενός
μακρόπνοου, συνεκτικού, πολιτικού σχεδίου, με επίκεντρο την «Οικολογική Μετάβαση».
Για μία δίκαιη «Οικολογική
Μετάβαση»
Η
ανάγκη της επείγουσας αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης
του πλανήτη, της μόλυνσης του εδάφους, των θαλασσών και της ατμόσφαιρας
προσανατολίζουν στην ριζική αλλαγή πολιτικού
παραδείγματος για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών τον 21ο αιώνα και θέτουν το εξής ερώτημα : Θα μπορέσουμε να
διαχειριστούμε ομαλά την «Οικολογική
Μετάβαση» ή οι ανεξέλεγκτες αλλαγές, όπως η επιδείνωση των κλιματικών
επιπτώσεων, οι βαθιές τεχνολογικές αλλαγές, η μαζική μετανάστευση, ή και η
κατάρρευση χωρών παραγωγών υδρογονανθράκων, θα μας ωθήσουν σε μία κατάσταση
εντονότερων διαταραχών και μεγαλύτερης αστάθειας;
Η
πολιτική οφείλει να απαντήσει σε
αυτή την πρόκληση με πλήρη επίγνωση ότι η ομαλή και δίκαιη οικολογική μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι μόνο
δυνατή αλλά και μονόδρομος για την διατήρηση αξιών όπως η ειρήνη, η κοινωνική
δικαιοσύνη, η περιβαλλοντική
δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα,
η δημοκρατία και η ελευθερία.
Η
Συμφωνία του Παρισιού υποδεικνύει το
2050 ως κατώφλι ασφάλειας για την επίτευξή της ουδετερότητας των εκπομπών και την αποφυγή ανεξέλεγκτων αλλαγών,
γεγονός που θέτει επείγουσα την ανάγκη της μετάβασης σε μία απανθρακοποιημένη οικονομία, μηδέν εκπομπών. Μία πρώτη ουσιαστική
ενέργεια σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η υιοθέτηση του παραπάνω ως βασικού
σημείου αναφοράς για τον σχεδιασμό του μέλλοντος της Ευρώπης και την ευθυγράμμιση με αυτό όλων των ευρωπαϊκών πολιτικών κατά
το επόμενο διάστημα.
Θα
πρέπει να αναδιοργανωθούν ριζικά και το ταχύτερο δυνατό οι τρόποι παραγωγής και κατανάλωσης, οι τρόποι με τους οποίους οικοδομούμε, κινούμαστε και
σχετιζόμαστε με τους κοντινούς μας και με τους διεθνείς εταίρους μας. Μία
μεταστροφή τόσο ριζική απαιτεί τον καθορισμό ενός νέου «κοινωνικού-οικολογικού συμβολαίου», βάσει 3 αξόνων – επενδύσεις,
προστασία και μέλλον – με επίκεντρο μία μεγάλη μεταρρύθμιση της οικονομικής
πολιτικής που θα θέτει το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην υπηρεσία της
οικονομίας και του πολίτη και θα στηρίζει την βιώσιμη ευημερία της τοπικότητας.
Κάθε πολιτική που έχει θετικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά
αποτελέσματα - όπως η στήριξη της ενεργειακής απόδοσης –και μειώνει
μακροπρόθεσμα το κόστος της δημόσιας δαπάνης, δεν μπορεί να θεωρείται από τους ευρωπαϊκούς
κανονισμούς ως χρέος που επιβαρύνει το δημόσιο έλλειμμα. Η μάχη για «δημοσιονομική ευελιξία» αποτελεί μάχη
υπέρ της ευημερίας, της ασφάλειας και του μέλλοντος του πολίτη. Η
μάχη για την ευελιξία εκείνων των επενδύσεων που δημιουργούν πραγματική
οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική υπεραξία, είναι μάχη για την «Οικολογική Μετάβαση».
Δημιουργία τοπικής
απασχόλησης
Η
«Οικολογική Μετάβαση» από την οικονομία άνθρακα σε μία οικο-βιώσιμη οικονομία απαιτεί ένα ύψος
επενδύσεων δίχως προηγούμενο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κόστος των νέων υποδομών στο πεδίο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής αποδοτικότητας, έως το 2030, ανέρχεται σε 2.000 δισεκατομμύρια ευρώ. Πραγματικά τεράστια επένδυση και
τεράστιο οικονομικό κίνητρο για αλλαγή οικονομικής πλεύσης και τη δημιουργία
εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη θέση του 1
δισεκατομμυρίου ευρώ την ημέρα που απορροφά η εισαγωγή ορυκτών καυσίμων. Πρόκειται για μία επένδυση που θα επιτρέψει την
προγραμματική μείωση του κόστους της
ενέργειας για τον πολίτη μέσω της εξοικονόμησης από τις εισαγωγές και της
αποδοτικής χρήσης των πόρων.
Η
οικονομία της «Οικολογικής Μετάβασης»
αποτελεί σήμερα την ταχύτερα αναπτυσσόμενη, σε παγκόσμιο επίπεδο και τη μόνη
πλατφόρμα βιώσιμης ευημερίας για τις
επόμενες γενιές. Η οικοδομική επανάσταση
του άμεσου μέλλοντος δεν έγκειται στην κατασκευή του νέου αλλά στην επανάχρηση του υφιστάμενου, ενεργειακά αποδοτικότερου και όσο το
δυνατό «εξυπνότερου». Η επανάσταση
στον τομέα των μεταφορών σημαίνει
την υιοθέτηση της ηλεκτροκίνησης και
πολιτικών διατροπικότητας και μοιρασιάς που θα συμβάλλουν στην
απάλειψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των 400
χιλιάδων πρόωρων νεκρών τον χρόνο στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Πέραν
του «γενναίου» οράματος που απαιτούν τα παραπάνω, χρειάζεται μια δραστική οικονομική
μεταρρύθμιση που θα στρέψει στην «Οικολογική
Μετάβαση» σαφώς περισσότερους κοινούς πόρους, από το νέο ευρωπαϊκό
επενδυτικό πρόγραμμα – «InvestEU» –
έως τον νέο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Η σπουδαιότητα της «Οικολογικής
Μετάβασης» απαιτεί την διάθεση τουλάχιστον του ήμισυ των πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, αφαιρώντας
ταυτόχρονα κάθε άμεση ή έμμεση στήριξη στα ορυκτά
καύσιμα.
Προστασία του πολίτη
Ο
θετικός αντίκτυπος της «Οικολογικής
Μετάβασης» στο πεδίο της δημιουργίας νέων
θέσεων εργασίας θα σημάνει την κατάργηση άλλων, συμβατικών, με σοβαρές
συνέπειες για τις πλέον ευάλωτες κοινότητες όπως η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, η βιομηχανία
άνθρακα και εκείνη των οχημάτων
εσωτερικής καύσης. Είναι αναγκαίο, κατά συνέπεια, να προωθηθεί μέρος των
κονδυλίων του ευρωπαϊκού ταμείου συνοχής
σε εκείνες τις Περιφέρειες που
διαφαίνονται περισσότερο ευαίσθητες στις επιπτώσεις της Μετάβασης.
Είναι
αναγκαία, επιπλέον, η επένδυση σε στρατηγικές αντίστοιχες των περιστάσεων, από
τα προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης,
σε εκείνα της ανάπτυξης νέων βιομηχανιών
της τοπικότητας και τα προγράμματα
επανένταξης στην απασχόληση και της συνεχούς κατάρτισης. Και αυτά, στο
πλαίσιο μιας ανοικτής, συνεχούς και συμμετοχικής διαδικασίας διαλόγου με
συνδικάτα, επιχειρήσεις, πολιτικούς όλων των επιπέδων – δήμαρχους,
περιφερειάρχες, υπουργούς – και, κυρίως, με την κοινωνία των πολιτών.
Η
προστασία του πολίτη απαιτεί την διάθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην υπηρεσία των πλέον αδύναμων
διαθέτοντας, για παράδειγμα, μέρος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για την ενεργειακή εξυπηρέτηση των φτωχότερων
κοινοτήτων κυρίως στην ανατολική Ευρώπη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 11% του πληθυσμού των κρατών μελών της
- ή 50 εκατομμύρια - δεν είναι σε
θέση να ανταποκριθεί στο κόστος της θέρμανσης της κατοικίας του.
Διάθεση
του χρηματοπιστωτικού συστήματος
στην υπηρεσία των πλέον αδύναμων σημαίνει την πλήρη διαφάνεια στο πεδίο της
πληροφόρησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της δραστηριότητας των
επιχειρήσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου, στην έκθεση τους στους κινδύνους της κλιματικής
αλλαγής και στον χρηματοοικονομικό κίνδυνο απώλειας της αξίας του ενεργητικού
τους, όπως οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου
και φυσικού αερίου. Η πληροφόρηση
οφείλει να είναι υποχρεωτική και δημόσια καθόσον αναγκαία για τον
προσανατολισμό των επιλογών του καταναλωτή και την μεταρρύθμιση της ιδιωτικής
αναπτυξιακής οικονομίας.
Προστασία του πολίτη σημαίνει
φυσική προστασία των ατόμων, των επιχειρήσεων και του χώρου από τις διαρκώς
αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ως προς αυτό, αποτελεί επείγουσα
προτεραιότητα η κατάρτιση ενός μεγαλόπνοου ευρωπαϊκού σχεδίου προληπτικής διαχείρισης του κλιματικού κινδύνου που θα
εκκινεί από την αξιολόγηση των επιπτώσεων της διακύμανσης της θερμοκρασίας στις
υποδομές, στην υγεία και στις απαιτούμενες σχετικές επενδύσεις και θα καταλήγει
στην διάρθρωση ad
hoc στρατηγικών
αντιμετώπισης των διαφόρων τύπων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Το μέλλον
Η
βιομηχανία οφείλει να επανακάμψει
στο επίκεντρο των εναλλακτικών πολιτικών
με στόχο την μεταστροφή της στο παραγωγικό παράδειγμα της «Οικολογικής Μετάβασης». Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαία η
επένδυση στην αποτελεσματικότητα των
πόρων και στις τεχνολογίες του μέλλοντος,
στην υποχρεωτικότητα των στάνταρτ κυκλικής
οικονομίας και ενεργειακής απόδοσης
και στην ικανότητα καινοτομίας και
διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Σημαντικό
για το μέλλον της απασχόλησης και
της επιχειρηματικότητας είναι η
τροφοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας με περισσότερους πόρους και
η επιτάχυνση της διαδικασίας εμπορευματοποίησης των πιο ελπιδοφόρων
καινοτομιών. Η απανθρακοποίηση του
συστήματος μεταφορών, της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας – χάλυβα, αλουμινίου,
χάρτου, σκυροδέματος κ.α. – οφείλει να αποτελέσει κύριο στόχο με την βοήθεια
ειδικών προγραμμάτων και συνεργασιών με πανεπιστήμια και κέντρα έρευνας έτσι
ώστε να αναπτυχθεί το know-how της
«Οικολογικής Μετάβασης» του 21ου αιώνα.
Η Ευρώπη
Οι
πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να θέσουν
την δίκαιη «Οικολογική Μετάβαση» στο
επίκεντρο του επανακαθορισμού του ρόλου της σύγχρονης Ευρώπης στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων και του κόσμου, έτοιμες να
αντιμετωπίσουν τα πιθανά απορρέοντα ρίσκα τα οποία θα μπορούσαν να υποθηκεύσουν
τις βάσεις της πολυμερούς συνεργασίας βασισμένης σε κοινούς κανόνες.
Για
δεύτερη συνεχή χρονιά οι επιπτώσεις της κλιματικής
αλλαγής προκάλεσαν πολλή μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών απ’ότι οι
συρράξεις: περισσότερα από 19 εκατομμύρια
άτομα αναγκάστηκαν να μετακινηθούν το 2017
εξαιτίας φυσικών καταστροφών. Έγκυρες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2050 οι περιβαλλοντικοί μετανάστες θα φθάσουν τα 200 εκατομμύρια, ενώ οι πιο απαισιόδοξες από αυτές ανεβάζουν τον
αριθμό στο 1 δισεκατομμύριο. Τα
κλιματικά μοντέλα δείχνουν ότι, δίχως την σαφή δρομολόγηση της «Οικολογικής Μετάβασης», η θερμοκρασία
στην περιοχή της Μεσογείου μπορεί να
αυξηθεί κατά 4 βαθμούς έως το 2050 και κατά 6 βαθμούς έως το 2100,
ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της Μέσης
Ανατολής θα καταστεί μη κατοικήσιμο τις επόμενες δεκαετίες.
Είναι
περισσότερο από προφανές ότι η κλιματική
αλλαγή θα αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα της μετακίνησης των πληθυσμών
και πιθανών νέων συρράξεων. Εάν η πολιτική δεν αντιμετωπίσει σήμερα το ζήτημα
της αναγκαστικής μετακίνησης των πληθυσμών, με απαρχή τα βαθύτερα αίτια της,
αυτός ο αιώνας θα αποτελέσει τον αιώνα της αποτυχίας της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών έτσι όπως την γνωρίσαμε στην Ευρώπη από το τέλος του ΙΙ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα.
Η
πολιτική οφείλει να επαναξιολογήσει επειγόντως την ιδέα της «ανάπτυξης» συναρτήσει των επιπτώσεων
της κλιματικής αλλαγής, ξεκινώντας
με τη διάθεση πόρων για την ανθεκτικότητα
των υδατικών και διατροφικών συστημάτων των πιο ευάλωτων
περιοχών, όπως οι κοντινές της υπο-σαχάριας
και της βόρειας Αφρικής. Τα μέτρα ανθεκτικότητας, μαζί με την
πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια και την
επίτευξη ενεργειακής απόδοσης, θα
καταστήσουν δυνατή την βιώσιμη ανάπτυξη
μεγάλου μέρους των πληθυσμών αυτών των περιοχών, με πρώτο εκείνο των νέων.
Σε
γεωπολιτικό επίπεδο, η Ευρώπη θα
πρέπει να αντιμετωπίσει το καυτό θέμα των πολιτικού χάους γύρω από τα σύνορα
της και πρώτιστα στην Μέση Ανατολή, που
υποκινείται από την Ρωσία, την Σαουδική Αραβία και το Ιράν, χώρες που στηρίζονται στην πώληση
των ορυκτών καυσίμων. Τον καλύτερο
τρόπο μείωσης της ικανότητας δημιουργίας χάους αυτών των χωρών, αποτελεί η απανθρακοποίηση της οικονομίας της ενέργειας και των μεταφορών,
παράλληλα με την στήριξη των ιδίων και των λοιπών γειτόνων στην κατεύθυνση της «Οικολογικής Μετάβασης» και της
διαχείρισης των κλιματικών επιπτώσεων.
Τέλος,
σε μία εποχή γεωπολιτικού κατακερματισμού, δυσπιστίας στη διεθνή συνεργασία και
αύξησης των παγκόσμιων κινδύνων, η πολιτική
οφείλει να επενδύσει πολύ περισσότερο στην διπλωματία ευθυγράμμισης των συμφερόντων των διαφόρων χωρών,
μοιρασιάς των ευκαιριών και αποφυγής
των εθνικιστικών προσεγγίσεων, του προστατευτισμού και της ανταγωνιστικής
ανάπτυξης, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επιτυχία της οπτικής της πολυμέρειας. Η Ευρώπη οφείλει να αυξήσει την
διπλωματική της ικανότητα στην κατεύθυνση του επηρεασμού των ενεργειακών και
κλιματικών επιλογών των μεγάλων δυνάμεων, σε παγκόσμια κλίμακα και να αναθεωρήσει
τις σχέσεις με την Κίνα, την Ινδία και τις λοιπές αναδυόμενες χώρες.
Η νέα Έκθεση της Ευρωβουλής γύρω από την διπλωματία του κλίματος, η οποία
καταρτίστηκε από γερμανούς ευρωβουλευτές της κεντροαριστεράς, θα έπρεπε να
αποτελέσει τη βάση μιας νέας ευρωπαϊκής
διπλωματίας.
Με λίγα λόγια…
Η
«Οικολογική Μετάβαση» αποτελεί την μοναδική οδό διάρθρωσης
πολιτικών σε θέση να προσφέρουν λύση στα αδιέξοδα της τριπλής οικονομικής κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης και τη μοναδική
ευκαιρία της πολιτικής να επαναπροσδιορίσει
τον ρόλο της σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα αυτού του κόσμου έτσι ώστε να
είναι χρήσιμη. Η πολιτική οφείλει να
θέσει στο επίκεντρο της ατζέντας της το οικολογικό
ζήτημα και να δεσμευθεί για την υλοποίηση φιλόδοξων στόχων, στηριζόμενη σε
ένα τεράστιο κοινωνικό, θεσμικό και ερευνητικό κεφάλαιο που είναι μεν ευαισθητοποιημένο
και σθεναρά αφοσιωμένο στο θέμα αλλά, έως σήμερα, μη εκπροσωπούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου