Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Η ταπεινωμένη οικονομία ως γραμματική της πολιτικής



Από : Eloi Laurent, «Οικονομικές μυθολογίες»*

«Το χρέος ως κριτήριο καταγγελίας της χρεωκοπίας ενός κράτους δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ποτέ στο πλαίσιο μιας επιχείρησης. Και αυτό διότι το κρατικό χρέος ενέχει σημαντικής κοινωνικής διάστασης και ανταποκρίνεται και σε παιδεία, σε υγεία και σε κατοικία… Αυτό είναι και ένα από τα πολλά παραδείγματα της ζημιάς των οικονομικών μυθολογιών που συμβάλλουν, εν κατακλείδι, στην υπονόμευση της δημοκρατίας.»

------------------------------------

Όπως σε κάθε μορφή μοιρολατρικής πίστης, η οικονομία έχει αναδειχθεί σήμερα ως η αποκλειστική καθοδηγητική και συντακτική ιδεολογία της πολιτικής, η οποία επιβάλλει στον πολίτη συμπεριφορικούς περιορισμούς βάσει των πολιτικών της αποφάσεων, υπό την απειλή «τρομερών τιμωριών» σε περίπτωση μη άκριτης συμμόρφωσης σε αυτές. Η οικονομία και οι οικονομικές επιστήμες αναδείχθηκαν, ουσιαστικά και πρακτικά, ως η σύγχρονη «γραμματική της πολιτικής».

Με τη χρήση της οικονομίας ως γραμματικής της δημόσιας επικοινωνίας, η πολιτική μπορεί να εκφράζεται και να λαμβάνει θέση επί παντός επιστητού αλλά πάντα με την προϋπόθεση της οικονομικής της επαλήθευσης, πλέκοντας έτσι «μυθολογία, συλλογική πεποίθηση και κοινό «πιστεύω» σε σύνολο συλλογικών παραστάσεων άξιων πίστης, τόσο ισχυρών όσο και αδιαμφισβήτητων», δίχως καμία κοινή ωφέλεια. Με την υποταγή της στο βασίλειο της οικονομικής μυθολογίας, η πολιτική ελπίζει να αποκτήσει την απαραίτητη νομιμοποίηση των πολιτικών της αποφάσεων εξαιτίας της συνεχώς αυξανόμενης δυσπιστίας που της προσδίδει η ολοσχερής ανικανότητα αντιμετώπισης των μη βιώσιμων επιπτώσεων της εφαρμογής τους.


Με τη χρήση της οικονομίας ως γραμματικής της δημόσιας επικοινωνίας η οικονομική ανάλυση υποβαθμίζεται σε «λατρεία του μοιραίου» η οποία αναδεικνύεται εργαλείο για την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων «ενός αγχωτικού και εξαντλητικού σύμπαντος, φτιαγμένου από εμπόδια, περιορισμούς, αρνήσεις, τιμωρίες, απαρνήσεις και απογοητεύσεις». Πρόκειται για «λατρεία» που υποβαθμίζει «σχέδια, προγράμματα, φιλοδοξίες, οράματα και όνειρα σε ψευδώς σημαντικά ζητήματα», αποκλειστικά και μόνο βάσει απλών αξιολογήσεων του υποτιθέμενου κόστους πραγματοποίησης ή του κέρδους που θα μπορούσε να προκύψει. Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική αυτό-παραιτείται από την ανάλυση άλλων, εναλλακτικών, οδών, σε ευθεία σύγκρουση με τη ίδια την αποστολή της, «ανοίγματος στο δημόσιο διάλογο όλων των λύσεων και δυνατοτήτων, ανοικτής κατάθεσης όλων των δυνατών επιλογών, ως προς τις οποίες δεν έχει ούτε τα μέσα ούτε την θέληση να επικυριαρχήσει, και όχι μίας και μόνο μη ανακλητής απόφασης

Η οικονομική μυθολογία μολύνει τον δημόσιο διάλογο και δηλητηριάζει το φυσικό του πλαίσιο, το πνεύμα της δημοκρατίας. Η οικονομική μυθολογία εξαναγκάζει στη χρήση της μονοδιάστατης επικοινωνιακής γλώσσας της οικονομίας που χρησιμοποιεί η πολιτική, απομονώνοντας έτσι από κάθε ευκαιρία κριτικής και αυτόνομης αξιολόγησης δυνατών εναλλακτικών οδών για τη λύση των προβλημάτων. Η οικονομική αξιοπιστία, σε χρήση από την πολιτική, εξαϋλώνει κάθε ίχνος πολιτικής νομιμοποίησης του δημοκρατικού δημόσιου διαλόγου. Από αυτή την οπτική, η συνέχιση της αποδοχής της οικονομικής μυθολογίας στον δημόσιο διάλογο είναι παντελώς παράλογη καθόσον παραδίδει τον προσανατολισμό των συλλογικών επιλογών μας σε μία κυρίαρχη οικονομική οπτική, κλειστή στις αμφισβητήσιμες βεβαιότητες της ακόμη και εάν στηρίζονται στην όποια τεκμηρίωση. Λαμπρό παράδειγμα της έκπτωσης της οικονομίας σε γραμματική της πολιτικής, αποτελεί η οικονομική πρόταση αντιμετώπισης της κοινωνικής μάστιγας της ανεργίας από την πολιτική, μέσω της περιώνυμης «ευελιξίας της αγοράς εργασίας, συνοδεία του αναγκαστικού περιορισμού των μέτρων κοινωνικής προστασίας, έτσι ώστε η επαναχρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού να πραγματοποιείται ανεμπόδιστα». Έτσι, όταν οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι – και μαζί τους η πλειοψηφία κυβερνήσεων – παρουσιάζουν την εγκυρότητα της πρότασης στήριξης της απασχόλησης μέσω της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, δεν κάνουν άλλο παρά να ψεύδονται και να χρησιμοποιούν την δήθεν ουδετερότητα της επιστήμης για να αποκρύψουν την ιστορική πραγματικότητα βάσει προκαταλήψεων θεμελιωμένων στην οικονομική μυθολογία.

Στο πεδίο των ορθολογικών πολιτικών υπέρ της στήριξης της απασχόλησης πολλοί οικονομολόγοι ξεχνούν – ή κάνουν πως ξεχνούν – ότι η ιδέα της αύξησης της απασχόλησης μέσω της ελεύθερης αγοράς, δίχως καμία κρατική παρέμβαση, δεν είναι καινούργια. Δεν είναι καινούργια η ιδέα ότι η ελεύθερη αγορά δεν χρειάζεται ρυθμιστικές παρεμβάσεις από μέρος του δημόσιου καθόσον διαθέτει εγγενείς μηχανισμούς αυτό-διόρθωσης σε θέση να αποσοβήσουν κάθε φαινόμενο αστάθειας της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος. Μόνο που ξεχνούν – ή κάνουν πως ξεχνούν – ότι μπροστά στην αύξηση της πολυπλοκότητας του τελευταίου, η ιστορία διέψευσε την περίφημη ικανότητα αυτό-ρύθμισης της ελεύθερης αγοράς. Οι περιπέτειες που συνόδευσαν τη συντήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας μέσω του περιορισμού των επιδοτήσεων στους ανέργους - μετά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του 1929-1932 - αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία. 

Αδιάψευστη μαρτυρία αποτελεί όμως και η επιτυχία αντιμετώπισης του προβλήματος, αμέσως μετά τον τελευταίο πόλεμο, μέσω της εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών, υποστηριζόμενων από δημόσιες ρυθμίσεις των μηχανισμών της αγοράς, βάσει της οικονομικής οπτικής του Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Κατά την διάρκεια της 30ετίας 1945-1975, η ενεργή παρέμβαση του κράτους κατόρθωσε να αποφέρει την ρύθμιση των ανεπιθύμητων επιπτώσεων της αυθόρμητης λειτουργίας της αγοράς στο πεδίο ενός θεσμικού πλαισίου σε θέση να διασφαλίσει ταυτόχρονα την πολυπόθητη αποτελεσματικότητα των οικονομικών θεσμών, μία διάχυτη ελευθερία πρωτοβουλίας και την διάχυτη αναδιανεμητική ισότητα. Με την κρίση της ενεργειακής αγοράς και την νομισματική αστάθεια, της δεκαετίας του ’70, η ιδέα της ευελιξίας της αγοράς εργασίας επανήλθε στο προσκήνιο, μετά από ένα «μακρύ ύπνο», για να επαναεπιβεβαιώσει τις αρετές της ελεύθερης αγοράς εις βάρος κάθε μέτρου κοινωνικής προστασίας που κρίνονταν ως μη βιώσιμο.

Η επαναφορά στην επιφάνεια της παλιάς φιλελεύθερης ιδέας γύρω από την λειτουργία της αγοράς - η οποία δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργείται από «πολιτιστικούς» κύκλους όπως η «Mont Pelegrin Society» - ευνοήθηκε από το γεγονός ότι η οικονομική επιστήμη υιοθέτησε τα μαθηματικά ως γλώσσα και την στατιστική ως αποδεικτικό εργαλείο, χάνοντας έτσι την οποιαδήποτε σχέση με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που θα έπρεπε να αποτελούν τον τροφοδότη και τον απώτερο σκοπό της. Έτσι, η οικονομική επιστήμη μετουσιώθηκε σε μονομανιακή αναζήτηση της αποτελεσματικότητας «qui ed ora» και σε εργαλείο ακατάλληλο να αντιμετωπίσει τις συνεχείς προκλήσεις του καλπάζοντα χρηματοπιστωτικού χάους, των διαρκώς διευρυνόμενων αναδιανεμητικών ανισοτήτων και, κυρίως, των καταστροφικών συνεπειών της άλογης αδιαφορίας προς το διαρκώς διογκούμενο οικολογικό ζήτημα.


Εν κατακλείδι, τι θα έπρεπε να γίνει εάν οι οικονομολόγοι έχουν χάσει αξιοπιστία και οι «συνταγές» τους μοιάζουν πια ακατάλληλες για την αντιμετώπιση καίριων προβλημάτων που δεν επιδέχονται πια αναβολής; Μια από τις απαντήσεις θα ήταν η πρόσκληση της οικονομίας να αποδεχτεί την αντιμετώπιση μιας πραγματικής και ουσιαστικής συζήτησης, ενός πραγματικού δημόσιου διαλόγου, που δεν μπορεί παρά να έχει ως κύριο πρωταγωνιστή την κοινωνία των πολιτών απέναντι στους οικονομολόγους, έτσι ώστε οι τελευταίοι να οδηγηθούν στην αποκάλυψη των αυθαίρετων «χειραγωγήσεων» τους προκειμένου να εξορκιστούν οι πολιτικοί να απελευθερωθούν από το «μοιραία μάγια» τους. Η οικονομία αποτελεί πλέον ξεπερασμένο υπόλειμμα της νεωτερικότητας που ενώ επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως παράγοντας μόνιμης ώθησης στη μεταρρύθμιση και στην αλλαγή, συγκροτεί στην πραγματικότητα χώρο ατόμων και ομάδων πιστών σε αυτόν τον κόσμο, έτσι ως έχει, απαξιώνοντας διαφωνίες και πνίγοντας νέες σκέψεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου